01195 同源字

字源:δέω
原文Strong's number出现次数中文
δεῖ01163101<非人称>必然,必须;应该;合宜
δεσμεύω011953捆,绑
δέσμη, ης, ἡ011971捆( 太 13:30
δέσμιος, ου, ὁ0119816囚犯
δεσμός, οῦ, ὁ0119918捆绑,锁链;囚禁,监牢
δεσμοφύλαξ, ακος, ὁ012003监牢的守卫,看守的人
δεσμωτήριον, ου, τό012014监牢
δεσμώτης, ου, ὁ012022囚犯
δεσπότης, ου, ὁ0120310主(神或基督);主人,(一家之)主
δέω0121043捆,绑;囚禁;禁止
διάδημα, ατος, τό012383王冠,冠冕
καταδέω026111缠,包扎( 路 10:34
οἰκοδεσποτέω036161料理家务( 提前 5:14
οἰκοδεσπότης, ου, ὁ0361712家主,园主,庄主,主人
περιδέω040191缠裹,包扎( 约 11:44
σύνδεσμος, ου, ὁ048864捆绑,链子;联系,关键;韧带
συνδέω048871跟…一齐坐牢( 来 13:3
ὑποδέω052653穿
ὑπόδημα, ατος, τό0526610凉鞋,拖鞋,鞋子