01464 同源字

字源:κόπτω
原文Strong's number出现次数中文
ἀποκόπτω006096砍断或砍掉;<关>自残或自阉
ἀπρόσκοπος, ον006773无可指责的;不致使人跌倒的;清白的
ἀργυροκόπος, ου, ὁ006951银匠( 徒 19:24
ἐγκοπή, ῆς, ἡ014641阻碍( 林前 9:12
ἐγκόπτω014655阻挡,阻碍,阻挠;烦扰
ἐκκόπτω0158110砍掉,砍下;使…无法(夸口);阻碍
εὔκοπος, ον021237较容易的
κατακόπτω026291击打,伤,砍( 可 5:5
κοπάζω028693停止
κοπετός, οῦ, ὁ028701哀哭,悲恸( 徒 8:2
κοπή, ῆς, ἡ028711屠杀,打败( 来 7:1
κοπιάω0287223工作,辛劳工作,劳苦;疲倦
κόπος, ου, ὁ0287318工作;辛勤工作,劳苦;烦扰,困难
κόπτω028758砍;<关>悲伤,哀号,哀哭
κωφός, ή, όν0297414哑的,聋的
προκοπή, ῆς, ἡ042973进步,进展
προκόπτω042986前进,进步,成长;(夜更)深沉
πρόσκομμα, ατος, τό043486绊脚石,使人犯罪之事
προσκοπή, ῆς, ἡ043491使人犯罪;妨碍( 林后 6:3
προσκόπτω043508<不及>跌或绊倒;(雨)击打在;撞击