04197 同源字

字源:πορεύομαι
原文Strong's number出现次数中文
ἀπορέω006396困惑,疑虑,不安
ἀπορία, ας, ἡ006401困惑,不安( 路 21:25
διαπορεύομαι012795经过;从旁边走过
διαπορέω012804困惑;猜疑,惊异
εἰσπορεύομαι0153118进去或进来,进入
ἐκπορεύομαι0160733出去或出来;出自;传遍
ἐμπορεύομαι017102作生意;榨取(财物)
ἐμπορία, ας, ἡ017111生意,看铺子( 太 22:5
ἐμπόριον, ου, τό017121市场( 约 2:16
ἔμπορος, ου, ὁ017135商人
ἐξαπορέω018202绝望
ἐπιπορεύομαι019751来到( 路 8:4
εὐπορέω021411有财力( 徒 11:29
εὐπορία, ας, ἡ021421发财,繁荣( 徒 19:25
ὁδοιπορέω035961在往…途中,旅行( 徒 10:9
ὁδοιπορία, ας, ἡ035972旅行
παραπορεύομαι038995经过,穿过,去
πορεία, ας, ἡ041972旅途;追求(事业,财富)
πορεύομαι04198153去,继续旅程;离开;生活,行事为人;死
πορισμός, οῦ, ὁ042002获利,发财(的门径)
προπορεύομαι043132在…之先走,在…前面走
προσπορεύομαι043651进前来,接近( 可 10:35
συμπορεύομαι048484跟着…去,跟…一起走